-
1 επισκοτεω
1) затемнять, помрачать, бросать тень(τινι Dem., Polyb., Plut.)
ἐ. τινι τῆς θέας Plat. — заслонять кому-л. вид на что-л.2) перен. затемнять, наносить ущерб, препятствовать(ταῖς τῆς ψυχῆς ἐπιμελείαις Isocr.; τῷ λογισμῷ Arst.; ταῖς ἀρεταῖς τινος Plut.)
ἐ. τῇ κρίσει и πρὸς τὸ κρίνειν Arst. — затемнять суждение -
2 ἐπι-σκοτέω
ἐπι-σκοτέω, verfinstern, verdunkeln, im Lichte stehen, τινί, ἐπεσκότει τῷ Κτησίππῳ τῆς ϑέας, er verhinderte ihn am Anblick, Plat. Euthyd. 274 c; οἰκίαν ᾠκοδόμηκε τοσαύτην ὥστε πᾶσιν ἐπισκοτεῖν τοῖς ἐν τῷ τόπῳ Dem. 21, 158; νέφος ὃ ἐπισκοτήσει Μακεδόσιν Pol. 9, 37, 10; absol., Pol. 34, 12, 2; Polyaen. 8, 23, 2. – Häufiger übertr., ἡ ῥώμη ταῖς τῆς ψυχῆς ἐπιμελείαις ἐπεσκότησε Isocr. 1, 6, that ihnen Eintrag, war hinderlich; ἐπισκοτεῖ τούτοις τὸ κατορϑοῦν Dem. 2, 20, dem nachher συγκρύπτειν u. συσκιάζειν entspricht; τῇ κρίσει τὸ ἴδιον ἡδύ Arist. rhet. 1, 1; τὸν οἶνον τῷ φρονεῖν ἐπισκοτεῖν Eubul. bei Ath. II, 43 f; ἐπισκοτεῖσϑαι καὶ κωλύεσϑαι Pol. 2, 39, 12; – τῇ ἀπειρίῃ ἐπισκοτεύμενος, wegen Unerfahrenheit sich in Ungewißheit befindend, Hippocr.
-
3 ἐπισκοτέω
A throw a shadow over,οἰκίαν ᾠκοδόμησεντος αύτην ὥστε πᾶσιν ἐπισκοτεῖν τοῖς ἐν τῷ τόπῳ D.21.158
; ἐ. τινὶ τῆς θέας to be in the way of his seeing, Pl.Euthd. 274c, cf. Plu.2.538e; τῷ βωμῷ Judeich Alterlümervon Hierapolis 339: abs., Plb.24.4, Polyaen.8.23.2; form a roof, Hero Aut.28.2.2. metaph., throw darkness or obscurity over,τῇ κρίσει Sor.Vit.Hippocr.13
, Arist. Rh. 1354b11;ταῖς τῆς ψυχῆς ἐπιμελείαις Isoc.1.6
; τὸ πρὸς χάριν ῥηθὲν ἐ.τῷ καθορᾶν Id.8.10
, cf. D.2.20;οἶνος τῷ φρονεῖν ἐπισκοτεῖ Eub.135
= Ophelio 4;ἐ. γὰρ τῷ φρονεῖν τὸ λαμβάνειν Antiph.250
; τὸ δ' ἐρᾶν ἐ.ἅπασιν, ὡς ἔοικε Men.48
;ἡ ὀργὴ ἐ. τοῖς λογισμοῖς Phld.Ir.p.78
W.:— [voice] Pass., to be in the dark or in uncertainty,ἐπισκοτεόμενος τῇ ἀπειρίῃ Hp. Praec.8
;ἐπισκοτεῖσθαι καὶ κωλύεσθαι Plb.2.39.12
; to be obscured, ὑπό τινος Id.12.25d.7; to be blinded,τὰς ὄψεις ὑπὸ θεοῦ J.AJ9.4.3
, cf.Ph. 2.62.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπισκοτέω
-
4 ἐπισκοτέω
ἐπι-σκοτέω, u. ἐπι-σκοτάζω, verfinstern, verdunkeln, im Lichte stehen, τινί, ἐπεσκότει τῷ Κτησίππῳ τῆς ϑέας, er verhinderte ihn am Anblick. Häufiger übertr., ἡ ῥώμη ταῖς τῆς ψυχῆς ἐπιμελείαις ἐπεσκότησε, tat ihnen Eintrag, war hinderlich; τῇ ἀπειρίῃ ἐπισκοτεύμενος, wegen Unerfahrenheit sich in Ungewißheit befindend
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий
- Русский